- ναίτειρα
- ναίτειρα (Α)(κατά τον Ησύχ.) «οικοδέσποινα».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νάερρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νάερρα — και νάειρα και να(έ)τειρα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δέσποινα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. αιολ. τ., όπως μαρτυρεί η κατάλ. ερα, αντίστοιχη τής ειρα. Συνδέεται πιθ. με τη γλώσσα τού Ησυχίου ναίτειρα οικοδέσποινα, για την οποία προτείνεται η διόρθωση … Dictionary of Greek